- προτερηγενής
- προτερ-ηγενής, ές,A born sooner, older, Antim.42, Call.Jov.58, A.R.4.268.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτερηγενής — ές, Α αυτός που γεννήθηκε πρότερος, παλαιότερος, προγενέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + γενής (< γένος), πρβλ. ὑστερο γενής. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
προτερηγενές — προτερηγενής born sooner masc/fem voc sg προτερηγενής born sooner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερηγενέας — προτερηγενής born sooner masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερηγενέες — προτερηγενής born sooner masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερηγενέων — προτερηγενής born sooner masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek